ἀντιθέτους

ἀντιθέτους
ἀντίθετος
opposed
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • богопротивьныи — (2*) пр. Враждебный богу: и оубо июдѣѡмъ. и знамении показаниѥ. заповѣдии красота на пагоубоу... ||...сихъ же ради б҃опротивна... и оубити начинахоу. [Христа] (ἀντίϑετον!) ПНЧ 1296, 163 об. 164; в роли с.: и си сказа(х). не ˫ако подвигнутисѩ на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • подъреченыи — (1*) пр. Упомянутый ранее: в селевкии цр҃кы… сборъ арь˫ане собравше. ѥдиносущна проповѣдаша… || …в никеи •а҃• сбо(р) ѥдиносущна… раздруши. и ˫ако плѣнѧюще гра(д). оплотъ обложа(т) о стѣна(х). тако i тъ сборъ. ˫ако опло(т) положивъ. противу… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αμπάριζα — η 1. παιχνίδι που παίζεται από πολλά παιδιά σε ομαλό και ανοιχτό χώρο (συγκροτούν δύο ομάδες, καθεμιά με δικό της αρχηγό και δικό της ορμητήριο, και τρέχοντας προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν τους αντίθετους παίκτες λέγεται και σκλαβάκια) 2. ο τόπος… …   Dictionary of Greek

  • αντίπνους — ἀντίπνους, ουν κ. οος, οον (Α) αυτός που προκαλείται από αντίθετους ανέμους …   Dictionary of Greek

  • αντινομοθετώ — (AM ἀντινομοθετώ, έω) θέτω αντίθετους νόμους, νομοθετώ αντίθετα προς άλλους νόμους αρχ. 1. νομοθετώ εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς το θέλημα κάποιου 2. παρουσιάζω αντινομία, αντιφάσκω 3. προσδιορίζω, καθορίζω αντίθετα προς κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • κεντρόσφαιρα — I (Βιολ.). Η κυτταροπλασματική μάζα που περικλείει τα κεντριόλια ενός κεντροσώματος. Το τελευταίο διπλασιάζεται κατά τη μίτωση και τα δύο τμήματά του μετακινούνται στους δύο αντίθετους πόλους του διαιρούμενου κυττάρου. Γύρω από την κ.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… …   Dictionary of Greek

  • πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… …   Dictionary of Greek

  • απαλειφή αγνώστου — Ονομάζεται α.α. μεταξύ μ εξισώσεων δοσμένου συστήματος η εύρεση συστήματος ισοδύναμου με το δεδομένο και στο οποίο μ 1 εξισώσεις δεν περιέχουν τον άγνωστο αυτόν. Η α.α. γίνεται μετρεις μεθόδους: α) με αντικατάσταση, κατά την οποία λύνουμε ως προς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”